- φωνοβόλος
- -ον, Ααυτός που εκπέμπει φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο-βόλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωνοβόλος — causing to sound masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνοβόλῳ — φωνοβόλος causing to sound masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek
φωνοβολώ — έω, Μ [φωνοβόλος] βγάζω μελωδική φωνή, τραγουδώ … Dictionary of Greek